Αλκυων

Αλκυων
    Ἁλκυών
    -όνος ἥ Алкиона или Альциона (дочь Эола, жена Кепка - Κήϋξ - превратившаяся после смерти мужа в зимородка) Luc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "Αλκυων" в других словарях:

  • ἁλκυών — ἀλκυών , ἀλκυών kingfisher fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλκυών — kingfisher fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλκυών — η (Α ἀλκυών) βλ. αλκυόνα …   Dictionary of Greek

  • αλκυών ή αλκηδών — Πουλί της τάξης των κορακομόρφων της οικογένειας των αλκυονιδών ή αλκηδονιδών. Το πιο γνωστό είδος στην Ευρώπη εμφανίζεται με δυο ποικιλίες, την α. την ατθίδα και την α. τη δασεία. Η δεύτερη ζει και στην Ελλάδα και είναι γνωστή με τα κοινά… …   Dictionary of Greek

  • ἀλκυόνα — ἀλκυών kingfisher fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλκυόνας — ἀλκυών kingfisher fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλκυόνες — ἀλκυών kingfisher fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλκυόνεσσι — ἀλκυών kingfisher fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλκυόνι — ἀλκυών kingfisher fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλκυόνος — ἀλκυών kingfisher fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλκυόνων — ἀλκυών kingfisher fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»